- μεταξουργός
- οαυτός που ασχολείται με την κατεργασία τού μεταξιού, ο μεταξάς.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Βυζαντίου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταξουργός — ο ο τεχνίτης που κατεργάζεται το μετάξι, ο μεταξάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
καζάζης — ο (Μ καζάζης) μεταξουργός, μεταξοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kazaz] … Dictionary of Greek
μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… … Dictionary of Greek
μεταξάς — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στα δεξιά του ποταμού Εύηνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρυνείας. 2.… … Dictionary of Greek
μεταξουργείο — το 1. εργοστάσιο κατεργασίας ή κλώσης μεταξιού 2. ως κύριο όν. το Μεταξουργείο συνοικία τής Αθήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταξουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κυρ. Καπετανάκη] … Dictionary of Greek
σηρικοπλόκος — ὁ, Μ αυτός που πλέκει ή κλώθει μετάξι, μεταξουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηρικός «μεταξωτός» + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. στιχο πλόκος] … Dictionary of Greek
σηρικοποιός — και σιρικοποιός, ὁ, Α μεταξουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηρικός «μεταξωτός» + ποιός*] … Dictionary of Greek
μεταξάς — ο θηλ. ού 1. ο μεταξουργός. 2. ο πωλητής μεταξιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)